θριαμβοδιθύραμβος

θριαμβοδιθύραμβος
θριαμβοδιθύραμβος, -ον (Α)
ως κύριο όν. ὁ Θριαμβοδιθύραμβος
επίθ. τού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίαμβος + διθύραμβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θριαμβοδιθύραμβε — θριαμβοδιθύραμβος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”